Η προέλευση του όρου 'άλας'
Η λέξη "άλας" (αλάτι) είναι ομηρική και προέρχεται από τη λέξη η "αλς" που είναι θηλυκού γένους και στη γενική γίνεται της "αλός" και η οποία σημαίνει θάλασσα.
Σήμερα δεν υπάρχει στην νεοελληνική γλώσσα η λέξη αλς, έχει περάσει όμως ως συνθετικό σε λέξεις που χρησιμοποιούμε ευρέως, όπως ύφαλος (υπό της αλός = βράχος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας), ίσαλος γραμμή ενός πλοίου (το σημείο μέχρι το οποίο βυθίζεται ένα πλοίο στο νερό.
Νερό με πολύ αλάτι λέγεται άλμη ή σαλαμούρα. Για αυτό λέμε το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό, γιατί υπάρχει σε αυτό διαλυμένο το άλας. Οι αλυκές που στα αρχαία ελληνικά λεγόταν "αλαί" μας προμηθεύουν με το άλας ή το αλάτι που χρησιμεύει να φτιάχνουμε "αλίερους ιχθείς", δηλαδή αλατισμένα ψάρια, "αλίτυρο", δηλαδή αλατισμένο τυρί και γενικά πολλά είδη αλατισμένης τροφής δηλαδή, παστά.
Το αλάτι στα λατινικά λέγεται "sal" (s-al) που είναι αναγραμματισμός της λέξης "αλς".
Συχνά συναντάμε αναγραμματισμούς σε ελληνικές λέξεις που έγιναν από τους Ρωμαίους, όπως στο προκείμενο παράδειγμα την αντιμετάθεση του τελευταίου γράμματος στην αρχή. Έτσι η λέξη "άλας" -στη γενική του άλατος- μεταφέρθηκε στην αγγλική γλώσσα από τη λατινική του παραφθορά ως "salt". Ο μισθός των λεγεωναρίων, στρατιωτών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γινόταν κάποια εποχή σε πολύτιμο μαγειρικό αλάτι. Ο μισθός αυτός ονομάστηκε "salarious" (s-al-arius), λέξη από την οποία προέκυψε στην αγγλική γλώσσα το "salary" που σημαίνει μισθός και το ρήμα "sale" που σημαίνει πουλάω.